Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γάνος
γανόω
γάνυμαι
γάποτος
γαργαλίζω
γάργαρα
γάρ
γαστήρ
γάστρα
γαστρίδιον
γαστρίζω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γάστρις
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροφορέω
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
View word page
γαστρίζω
γαστρίζω γαστήρ to punch a man in the belly, Ar.
ShortDef
to punch in the belly
Debugging
Headword:
γαστρίζω
Headword (normalized):
γαστρίζω
Headword (normalized/stripped):
γαστριζω
IDX:
6750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6754
Key:
gastri/zw
Data
{'content': 'γαστρίζω\n γαστήρ\n to punch a man in the belly, Ar.', 'key': 'gastri/zw'}