Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμοκλόπος
γάμος
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμψός
γαμψῶνυξ
γανάω
γάνος
γανόω
γάνυμαι
γάποτος
View word page
γαμοκλόπος
γαμοκλόπος κλέπτω adulterous, Anth.
ShortDef
adulterous
Debugging
Headword:
γαμοκλόπος
Headword (normalized):
γαμοκλόπος
Headword (normalized/stripped):
γαμοκλοπος
IDX:
6733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6737
Key:
gamoklo/pos
Data
{'content': 'γαμοκλόπος\n κλέπτω\n adulterous, Anth.', 'key': 'gamoklo/pos'}