Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμοκλόπος
γάμος
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμψός
γαμψῶνυξ
γανάω
γάνος
γανόω
View word page
γαμικός
γαμικός γάμος of or for marriage, Plat.; τὰ γαμ. a bridal, wedding, Thuc.

ShortDef

of or for marriage, bridal

Debugging

Headword:
γαμικός
Headword (normalized):
γαμικός
Headword (normalized/stripped):
γαμικος
IDX:
6731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6735
Key:
gamiko/s

Data

{'content': 'γαμικός\n γάμος\n of or for marriage, Plat.; τὰ γαμ. a bridal, wedding, Thuc.', 'key': 'gamiko/s'}