Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμοκλόπος
γάμος
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμψός
γαμψῶνυξ
View word page
γαμήλιος
γαμήλιος γαμέω belonging to a wedding, bridal, Aesch., Eur. γαμηλία (sc. θυσία), a wedding feast, Dem.

ShortDef

belonging to a wedding, bridal

Debugging

Headword:
γαμήλιος
Headword (normalized):
γαμήλιος
Headword (normalized/stripped):
γαμηλιος
IDX:
6728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6732
Key:
gamh/lios

Data

{'content': 'γαμήλιος\n γαμέω\n belonging to a wedding, bridal, Aesch., Eur.\n γαμηλία (sc. θυσία), a wedding feast, Dem.', 'key': 'gamh/lios'}