Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμοκλόπος
γάμος
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμψός
View word page
γαμήλευμα
γαμήλευμα = γάμος, Aesch. γαμέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γαμήλευμα
Headword (normalized):
γαμήλευμα
Headword (normalized/stripped):
γαμηλευμα
IDX:
6727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6731
Key:
gamh/leuma
Data
{'content': 'γαμήλευμα\n = γάμος, Aesch.\n γαμέω', 'key': 'gamh/leuma'}