Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμοκλόπος
γάμος
γαμοστόλος
View word page
γαμέτις
γαμέτις a wife, Anth.

ShortDef

a wife

Debugging

Headword:
γαμέτις
Headword (normalized):
γαμέτις
Headword (normalized/stripped):
γαμετις
IDX:
6725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6729
Key:
game/tis

Data

{'content': 'γαμέτις\n a wife, Anth.', 'key': 'game/tis'}