Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμοκλόπος
γάμος
View word page
γαμέτης
γαμέτης γαμέω a husband, spouse, Aesch., Eur.; Doric gen. γαμέτα, Eur.

ShortDef

a husband, spouse

Debugging

Headword:
γαμέτης
Headword (normalized):
γαμέτης
Headword (normalized/stripped):
γαμετης
IDX:
6724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6728
Key:
game/ths

Data

{'content': 'γαμέτης\n γαμέω \n a husband, spouse, Aesch., Eur.; Doric gen. γαμέτα, Eur.', 'key': 'game/ths'}