Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμοκλόπος
View word page
γαμετή
γαμετή fem. of γαμέτης a married woman, wife, γυνὴ γαμ. a wedded wife, Hes.

ShortDef

a married woman, wife

Debugging

Headword:
γαμετή
Headword (normalized):
γαμετή
Headword (normalized/stripped):
γαμετη
IDX:
6723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6727
Key:
gameth/

Data

{'content': 'γαμετή\n fem. of γαμέτης a married woman, wife, γυνὴ γαμ. a wedded wife, Hes.', 'key': 'gameth/'}