Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαλακτοπαγής
γαλακτοπότης
γαλακτοφάγος
γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμίζω
View word page
γαληνός
γαληνός γαλήνη calm; γαλήνʼ ὁρῶ I see a calm, Eur.; of persons, gentle, Eur.

ShortDef

calm

Debugging

Headword:
γαληνός
Headword (normalized):
γαληνός
Headword (normalized/stripped):
γαληνος
IDX:
6720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6724
Key:
galhno/s

Data

{'content': 'γαληνός\n γαλήνη\n calm; γαλήνʼ ὁρῶ I see a calm, Eur.; of persons, gentle, Eur.', 'key': 'galhno/s'}