Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γαλάκτινος
γαλακτοπαγής
γαλακτοπότης
γαλακτοφάγος
γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
Γαμηλιών
View word page
γαληνιάω
γαληνιάω to be calm, Epic part. γαληνιόωσα Anth.
ShortDef
to be calm
Debugging
Headword:
γαληνιάω
Headword (normalized):
γαληνιάω
Headword (normalized/stripped):
γαληνιαω
IDX:
6719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6723
Key:
galhnia/w
Data
{'content': 'γαληνιάω\n to be calm, Epic part. γαληνιόωσα Anth.', 'key': 'galhnia/w'}