Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γαλαθηνός
γαλάκτινος
γαλακτοπαγής
γαλακτοπότης
γαλακτοφάγος
γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήλευμα
γαμήλιος
View word page
γαλήνη
γαλήνη Deriv. uncertain: perh. akin to γελάω. stillness of the sea, calm, Od.; λευκὴ γ. Od.; ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, i. e. over it, Od.:—metaph., φρόνημα νηνέμου γαλάνας spirit of serenest calm, Aesch.; ἐν γαλήνηι in calm, Soph.

ShortDef

stillness of the sea, calm

Debugging

Headword:
γαλήνη
Headword (normalized):
γαλήνη
Headword (normalized/stripped):
γαληνη
IDX:
6718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6722
Key:
galh/nh

Data

{'content': 'γαλήνη\n Deriv. uncertain: perh. akin to γελάω.\n stillness of the sea, calm, Od.; λευκὴ γ. Od.; ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, i. e. over it, Od.:—metaph., φρόνημα νηνέμου γαλάνας spirit of serenest calm, Aesch.; ἐν γαλήνηι in calm, Soph.', 'key': 'galh/nh'}