Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γάϊος
γαίω
γαλαθηνός
γαλάκτινος
γαλακτοπαγής
γαλακτοπότης
γαλακτοφάγος
γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
View word page
γαλεώτης
γαλεώτης γαλέη a spotted lizard, Lat. stellio, Ar.

ShortDef

a lizard; sword-fish; weasel

Debugging

Headword:
γαλεώτης
Headword (normalized):
γαλεώτης
Headword (normalized/stripped):
γαλεωτης
IDX:
6716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6720
Key:
galew/ths

Data

{'content': 'γαλεώτης\n γαλέη\n a spotted lizard, Lat. stellio, Ar.', 'key': 'galew/ths'}