Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γαιήοχος
γάϊος
γαίω
γαλαθηνός
γαλάκτινος
γαλακτοπαγής
γαλακτοπότης
γαλακτοφάγος
γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
View word page
γαλερός
γαλερός γαίω? cheerful: adv. -ρῶς, Anth.
ShortDef
cheerful
Debugging
Headword:
γαλερός
Headword (normalized):
γαλερός
Headword (normalized/stripped):
γαλερος
IDX:
6715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6719
Key:
galero/s
Data
{'content': 'γαλερός\n γαίω?\n cheerful: adv. -ρῶς, Anth.', 'key': 'galero/s'}