Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Γαιήϊος
γαιήοχος
γάϊος
γαίω
γαλαθηνός
γαλάκτινος
γαλακτοπαγής
γαλακτοπότης
γαλακτοφάγος
γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνός
γάλοως
γαμβρός
γαμετή
γαμέτης
View word page
γαλέη
γαλέη a weasel, marten-cat or polecat, Lat. mustela, Hdt., Ar.

ShortDef

a weasel, marten-cat

Debugging

Headword:
γαλέη
Headword (normalized):
γαλέη
Headword (normalized/stripped):
γαλεη
IDX:
6714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6718
Key:
gale/h

Data

{'content': 'γαλέη\n a weasel, marten-cat or polecat, Lat. mustela, Hdt., Ar.', 'key': 'gale/h'}