Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Γαδειραῖος
Γάδειρα
γάζα
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γαῖα
Γαιήϊος
γαιήοχος
γάϊος
γαίω
γαλαθηνός
γαλάκτινος
γαλακτοπαγής
γαλακτοπότης
γαλακτοφάγος
γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
γαλήνη
View word page
γαλαθηνός
γαλαθηνός γάλα, θάω sucking, young, tender, Od., Theocr.; γαλαθηνά (sc. πρόβατα), Hdt.
ShortDef
sucking, young, tender
Debugging
Headword:
γαλαθηνός
Headword (normalized):
γαλαθηνός
Headword (normalized/stripped):
γαλαθηνος
IDX:
6708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6712
Key:
galaqhno/s
Data
{'content': 'γαλαθηνός\n γάλα, θάω\n sucking, young, tender, Od., Theocr.; γαλαθηνά (sc. πρόβατα), Hdt.', 'key': 'galaqhno/s'}