Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Γαδείραθεν
Γαδειραῖος
Γάδειρα
γάζα
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γαῖα
Γαιήϊος
γαιήοχος
γάϊος
γαίω
γαλαθηνός
γαλάκτινος
γαλακτοπαγής
γαλακτοπότης
γαλακτοφάγος
γάλα
γαλέη
γαλερός
γαλεώτης
γαληναῖος
View word page
γαίω
γαίω The Root was !γαυ, or !γαϝ, cf. γαῦρος, Lat. gaudium. to exult, only in part. κύδεϊ γαίων Il.
ShortDef
to exult
Debugging
Headword:
γαίω
Headword (normalized):
γαίω
Headword (normalized/stripped):
γαιω
IDX:
6707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6711
Key:
gai/w
Data
{'content': 'γαίω\n The Root was !γαυ, or !γαϝ, cf. γαῦρος, Lat. gaudium.\n to exult, only in part. κύδεϊ γαίων Il.', 'key': 'gai/w'}