Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμός
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτωρ
γάγγαμον
Γαδείραθεν
Γαδειραῖος
Γάδειρα
γάζα
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γαῖα
Γαιήϊος
γαιήοχος
γάϊος
γαίω
γαλαθηνός
γαλάκτινος
γαλακτοπαγής
View word page
γάζα
γάζα A Persian word. Lat. gaza, treasure, Theophr.

ShortDef

treasure

Debugging

Headword:
γάζα
Headword (normalized):
γάζα
Headword (normalized/stripped):
γαζα
IDX:
6700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6704
Key:
ga/za

Data

{'content': 'γάζα\n A Persian word.\n Lat. gaza, treasure, Theophr.', 'key': 'ga/za'}