Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμός
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτωρ
γάγγαμον
Γαδείραθεν
Γαδειραῖος
Γάδειρα
γάζα
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γαῖα
Γαιήϊος
γαιήοχος
γάϊος
View word page
γάγγαμον
γάγγαμον deriv. uncertain a small round net: metaph. a net, δουλείας γ. Aesch.

ShortDef

a small round net

Debugging

Headword:
γάγγαμον
Headword (normalized):
γάγγαμον
Headword (normalized/stripped):
γαγγαμον
IDX:
6696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6700
Key:
ga/ggamon

Data

{'content': 'γάγγαμον\n deriv. uncertain\n a small round net: metaph. a net, δουλείας γ. Aesch.', 'key': 'ga/ggamon'}