Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄβροτος
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἄβυσσος
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
View word page
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργία from ἀγαθοεργός a good deed, service rendered, Lat. beneficium, Hdt.
ShortDef
a good deed, service rendered
Debugging
Headword:
ἀγαθοεργία
Headword (normalized):
ἀγαθοεργία
Headword (normalized/stripped):
αγαθοεργια
IDX:
67
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n67
Key:
a)gaqoergi/a
Data
{'content': 'ἀγαθοεργία\n from ἀγαθοεργός\n a good deed, service rendered, Lat. beneficium, Hdt.', 'key': 'a)gaqoergi/a'}