Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βωλοτόμος
βώμιος
βωμίς
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμός
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτωρ
γάγγαμον
Γαδείραθεν
Γαδειραῖος
Γάδειρα
γάζα
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γαῖα
View word page
βωστρέω
βωστρέω βοάω to call on, esp. to call to aid, Od., Ar.

ShortDef

to call on

Debugging

Headword:
βωστρέω
Headword (normalized):
βωστρέω
Headword (normalized/stripped):
βωστρεω
IDX:
6693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6697
Key:
bwstre/w

Data

{'content': 'βωστρέω\n βοάω\n to call on, esp. to call to aid, Od., Ar.', 'key': 'bwstre/w'}