Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βυρσοπαφλαγών
βυρσοπώλης
βυρσοτενής
βύσσινος
βυσσοδομεύω
βυσσόθεν
βυσσομέτρης
βυσσός
βύσσος
βυσσόφρων
βύσσωμα
βύω
βῶλαξ
βωλίον
βῶλος
βωλοτόμος
βώμιος
βωμίς
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
View word page
βύσσωμα
βύσσωμα = βύσμα of nets, which stopped the passage of a shoal of tunnies, Anth.

ShortDef

nets, which stopped the passage

Debugging

Headword:
βύσσωμα
Headword (normalized):
βύσσωμα
Headword (normalized/stripped):
βυσσωμα
IDX:
6678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6682
Key:
bu/sswma

Data

{'content': 'βύσσωμα\n = βύσμα \n of nets, which stopped the passage of a shoal of tunnies, Anth.', 'key': 'bu/sswma'}