Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀθρόος
ἄθρυπτος
ἀθυμέω
ἀθυμητέον
ἀθυμία
ἄθυμος
ἄθυρμα
ἀθυρόγλωττος
ἄθυρος
ἀθυροστομία
ἀθυρόστομος
ἄθυρσος
ἀθύρω
ἀθύρωτος
ἄθυτος
Ἄθῳος
ἀθῷος
ἀθώπευτος
ἀθωράκιστος
Ἄθως
αἴαγμα
View word page
ἀθυρόστομος
ἀθυρόστομος θύρα, στόμα, ἀθυρόγλωττος, ever-babbling, Soph.
ShortDef
ever-babbling
Debugging
Headword:
ἀθυρόστομος
Headword (normalized):
ἀθυρόστομος
Headword (normalized/stripped):
αθυροστομος
IDX:
668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n668
Key:
a)quro/stomos
Data
{'content': 'ἀθυρόστομος\n θύρα, στόμα, ἀθυρόγλωττος,\n ever-babbling, Soph.', 'key': 'a)quro/stomos'}