Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁθροιστέον
ἀθρόος
ἄθρυπτος
ἀθυμέω
ἀθυμητέον
ἀθυμία
ἄθυμος
ἄθυρμα
ἀθυρόγλωττος
ἄθυρος
ἀθυροστομία
ἀθυρόστομος
ἄθυρσος
ἀθύρω
ἀθύρωτος
ἄθυτος
Ἄθῳος
ἀθῷος
ἀθώπευτος
ἀθωράκιστος
Ἄθως
View word page
ἀθυροστομία
ἀθυροστομία from ἀθυρόστομος, = ἀθυρογλωττία, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀθυροστομία
Headword (normalized):
ἀθυροστομία
Headword (normalized/stripped):
αθυροστομια
IDX:
667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n667
Key:
a)qurostomi/a
Data
{'content': 'ἀθυροστομία\n from ἀθυρόστομος, = ἀθυρογλωττία, Anth.', 'key': 'a)qurostomi/a'}