Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βρωτός
βυβλάριον
βύβλινος
βύβλος
βύζην
βυθίζω
βύθιος
βυθῖτις
βυθός
βύκτης
βυνέω
βυρσαίετος
βύρσα
βυρσεύς
βυρσίνη
βυρσοδεψέω
βυρσοδέψης
βυρσοπαγής
βυρσοπαφλαγών
βυρσοπώλης
βυρσοτενής
View word page
βυνέω
βυνέω = βύω to stuff, Ar.

ShortDef

to stuff

Debugging

Headword:
βυνέω
Headword (normalized):
βυνέω
Headword (normalized/stripped):
βυνεω
IDX:
6660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6664
Key:
bune/w

Data

{'content': 'βυνέω\n = βύω\n to stuff, Ar.', 'key': 'bune/w'}