Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βρωτήρ
βρωτός
βυβλάριον
βύβλινος
βύβλος
βύζην
βυθίζω
βύθιος
βυθῖτις
βυθός
βύκτης
βυνέω
βυρσαίετος
βύρσα
βυρσεύς
βυρσίνη
βυρσοδεψέω
βυρσοδέψης
βυρσοπαγής
βυρσοπαφλαγών
βυρσοπώλης
View word page
βύκτης
βύκτης βύω swelling, blustering, βυκτάων ἀνέμων (Epic gen.) Od.

ShortDef

swelling, blustering

Debugging

Headword:
βύκτης
Headword (normalized):
βύκτης
Headword (normalized/stripped):
βυκτης
IDX:
6659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6663
Key:
bu/kths

Data

{'content': 'βύκτης\n βύω \n swelling, blustering, βυκτάων ἀνέμων (Epic gen.) Od.', 'key': 'bu/kths'}