Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βρώσιμος
βρῶσις
βρωτήρ
βρωτός
βυβλάριον
βύβλινος
βύβλος
βύζην
βυθίζω
βύθιος
βυθῖτις
βυθός
βύκτης
βυνέω
βυρσαίετος
βύρσα
βυρσεύς
βυρσίνη
βυρσοδεψέω
βυρσοδέψης
βυρσοπαγής
View word page
βυθῖτις
βυθῖτις from βυθός pecul. fem. of βύθιος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βυθῖτις
Headword (normalized):
βυθῖτις
Headword (normalized/stripped):
βυθιτις
IDX:
6657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6661
Key:
buqi=tis

Data

{'content': 'βυθῖτις\n from βυθός\n pecul. fem. of βύθιος, Anth.', 'key': 'buqi=tis'}