Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βρυχητής
βρύχιος
βρύω
βρωμάομαι
βρῶμα
βρωματομιξαπάτη
βρώμη
βρώσιμος
βρῶσις
βρωτήρ
βρωτός
βυβλάριον
βύβλινος
βύβλος
βύζην
βυθίζω
βύθιος
βυθῖτις
βυθός
βύκτης
βυνέω
View word page
βρωτός
βρωτός verb. adj. of βιβρώσκω, to be eaten:— βρωτόν, meat, Eur., Xen.
ShortDef
to be eaten
Debugging
Headword:
βρωτός
Headword (normalized):
βρωτός
Headword (normalized/stripped):
βρωτος
IDX:
6650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6654
Key:
brwto/s
Data
{'content': 'βρωτός\n verb. adj. of βιβρώσκω,\n to be eaten:— βρωτόν, meat, Eur., Xen.', 'key': 'brwto/s'}