Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βροχίς
βρόχος
βρόχω
βρύκω
βρύλλω
βρῦν
βρύον
βρυχάομαι
βρυχηδόν
βρύχημα
βρυχητής
βρύχιος
βρύω
βρωμάομαι
βρῶμα
βρωματομιξαπάτη
βρώμη
βρώσιμος
βρῶσις
βρωτήρ
βρωτός
View word page
βρυχητής
βρυχητής a bellower, roarer, Anth.
ShortDef
a bellower, roarer
Debugging
Headword:
βρυχητής
Headword (normalized):
βρυχητής
Headword (normalized/stripped):
βρυχητης
IDX:
6640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6644
Key:
bruxhth/s
Data
{'content': 'βρυχητής\n a bellower, roarer, Anth.', 'key': 'bruxhth/s'}