Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀθροίζω
ἄθροισις
ἄθροισμα
ἁθροιστέον
ἀθρόος
ἄθρυπτος
ἀθυμέω
ἀθυμητέον
ἀθυμία
ἄθυμος
ἄθυρμα
ἀθυρόγλωττος
ἄθυρος
ἀθυροστομία
ἀθυρόστομος
ἄθυρσος
ἀθύρω
ἀθύρωτος
ἄθυτος
Ἄθῳος
ἀθῷος
View word page
ἄθυρμα
ἄθυρμα ἀθύρω a plaything, toy: a delight, joy, Hom., etc.

ShortDef

a plaything, toy: a delight, joy

Debugging

Headword:
ἄθυρμα
Headword (normalized):
ἄθυρμα
Headword (normalized/stripped):
αθυρμα
IDX:
664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n664
Key:
a)/qurma

Data

{'content': 'ἄθυρμα\n ἀθύρω\n a plaything, toy: a delight, joy, Hom., etc.', 'key': 'a)/qurma'}