Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτοσκόπος
βρότος
βροτός
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
βροτοφθόρος
βροχετός
βροχή
βρόχθος
βροχίς
βρόχος
βρόχω
βρύκω
βρύλλω
βρῦν
βρύον
βρυχάομαι
βρυχηδόν
βρύχημα
View word page
βρόχθος
βρόχθος deriv. uncertain the throat, Theocr., Anth.
ShortDef
the throat
Debugging
Headword:
βρόχθος
Headword (normalized):
βρόχθος
Headword (normalized/stripped):
βροχθος
IDX:
6629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6633
Key:
bro/xqos
Data
{'content': 'βρόχθος\n deriv. uncertain\n the throat, Theocr., Anth.', 'key': 'bro/xqos'}