Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βρόντης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτόεις
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτοσκόπος
βρότος
βροτός
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
βροτοφθόρος
βροχετός
βροχή
βρόχθος
βροχίς
βρόχος
βρόχω
View word page
βρότος
βρότος deriv. uncertain blood that has run from a wound, gore, Hom.

ShortDef

blood that has run from a wound, gore

Debugging

Headword:
βρότος
Headword (normalized):
βρότος
Headword (normalized/stripped):
βροτος
IDX:
6622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6626
Key:
bro/tos

Data

{'content': 'βρότος\n deriv. uncertain\n blood that has run from a wound, gore, Hom.', 'key': 'bro/tos'}