Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βροντή
βροντησικέραυνος
Βρόντης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτόεις
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτοσκόπος
βρότος
βροτός
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
βροτοφθόρος
βροχετός
βροχή
βρόχθος
βροχίς
View word page
βροτόομαι
βροτόομαι βρότος Pass., to be stained with gore, Od.
ShortDef
to be stained with gore
Debugging
Headword:
βροτόομαι
Headword (normalized):
βροτόομαι
Headword (normalized/stripped):
βροτοομαι
IDX:
6620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6624
Key:
broto/omai
Data
{'content': 'βροτόομαι\n βρότος\n Pass., to be stained with gore, Od.', 'key': 'broto/omai'}