Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βρομιάζομαι
βρόμιος
Βρόμιος
Βρομιώδης
βρόμος
βροντάω
βρόντημα
βροντή
βροντησικέραυνος
Βρόντης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτόεις
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτοσκόπος
βρότος
βροτός
View word page
βρότειος
βρότειος βροτός mortal, human, of mortal mould, Trag.
ShortDef
mortal, human, of mortal mould
Debugging
Headword:
βρότειος
Headword (normalized):
βρότειος
Headword (normalized/stripped):
βροτειος
IDX:
6613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6617
Key:
bro/teios
Data
{'content': 'βρότειος\n βροτός\n mortal, human, of mortal mould, Trag.', 'key': 'bro/teios'}