Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βρισάρματος
βρόγκος
βρομέω
βρομιάζομαι
βρόμιος
Βρόμιος
Βρομιώδης
βρόμος
βροντάω
βρόντημα
βροντή
βροντησικέραυνος
Βρόντης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτόεις
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
View word page
βροντή
βροντή Akin to βρέμω, βρόμος. thunder, Hom., etc. the state of one struck with thunder, astonishment, Hdt.
ShortDef
thunder
Debugging
Headword:
βροντή
Headword (normalized):
βροντή
Headword (normalized/stripped):
βροντη
IDX:
6610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6614
Key:
bronth/
Data
{'content': 'βροντή\n Akin to βρέμω, βρόμος.\n thunder, Hom., etc.\n the state of one struck with thunder, astonishment, Hdt.', 'key': 'bronth/'}