Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βριμάομαι
βρίμη
βρισάρματος
βρόγκος
βρομέω
βρομιάζομαι
βρόμιος
Βρόμιος
Βρομιώδης
βρόμος
βροντάω
βρόντημα
βροντή
βροντησικέραυνος
Βρόντης
βρότειος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
View word page
Βρόμιος
Βρόμιος from βρόμιος as a name of Bacchus, Aesch., Eur.; Βρομίου πῶμα, i. e. wine, Eur. as adj. Βρόμιος, α, ον, Bacchic, Eur., Ar.

ShortDef

Bacchic
sounding, boisterous

Debugging

Headword:
Βρόμιος
Headword (normalized):
βρόμιος
Headword (normalized/stripped):
βρομιος
IDX:
6605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6609
Key:
*bro/mios

Data

{'content': 'Βρόμιος\n from βρόμιος\n as a name of Bacchus, Aesch., Eur.; Βρομίου πῶμα, i. e. wine, Eur.\n as adj. Βρόμιος, α, ον, Bacchic, Eur., Ar.', 'key': '*bro/mios'}