Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
βριαρός
βριάω
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βριμάομαι
βρίμη
βρισάρματος
βρόγκος
βρομέω
βρομιάζομαι
βρόμιος
Βρόμιος
Βρομιώδης
View word page
βριθύς
βριθύς Cf. βριαρός. weighty, heavy, Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch.
ShortDef
weighty, heavy
Debugging
Headword:
βριθύς
Headword (normalized):
βριθύς
Headword (normalized/stripped):
βριθυς
IDX:
6596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6600
Key:
briqu/s
Data
{'content': 'βριθύς\n Cf. βριαρός.\n weighty, heavy, Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch.', 'key': 'briqu/s'}