Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁβρότιμος
ἄβροτος
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἄβυσσος
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
View word page
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργέω to do good, NTest.

ShortDef

to do good

Debugging

Headword:
ἀγαθοεργέω
Headword (normalized):
ἀγαθοεργέω
Headword (normalized/stripped):
αγαθοεργεω
IDX:
66
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n66
Key:
a)gaqoerge/w

Data

{'content': 'ἀγαθοεργέω\n to do good, NTest.', 'key': 'a)gaqoerge/w'}