Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρέξις
βρέτας
βρέφος
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
βριαρός
βριάω
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βριμάομαι
βρίμη
βρισάρματος
βρόγκος
View word page
βρίζω
βρίζω βριθύς to be sleepy, to slumber, nod, Il., Aesch.
ShortDef
to be sleepy, to slumber, nod
Debugging
Headword:
βρίζω
Headword (normalized):
βρίζω
Headword (normalized/stripped):
βριζω
IDX:
6591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6595
Key:
bri/zw
Data
{'content': 'βρίζω\n βριθύς\n to be sleepy, to slumber, nod, Il., Aesch.', 'key': 'bri/zw'}