Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρέξις
βρέτας
βρέφος
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
βριαρός
βριάω
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βριμάομαι
βρίμη
βρισάρματος
View word page
βριάω
βριάω to make or to be strong and mighty, Hes. (v. βριαρός.)
ShortDef
to make strong and mighty
Debugging
Headword:
βριάω
Headword (normalized):
βριάω
Headword (normalized/stripped):
βριαω
IDX:
6590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6594
Key:
bria/w
Data
{'content': 'βριάω\n to make or to be strong and mighty, Hes. (v. βριαρός.)', 'key': 'bria/w'}