Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βραχύφυλλος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρέξις
βρέτας
βρέφος
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
βριαρός
βριάω
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βριμάομαι
βρίμη
View word page
βριαρός
βριαρός From same Root as βριθύς, βρίθω, βαρύς. strong, stout, Il.
ShortDef
strong, stout
Debugging
Headword:
βριαρός
Headword (normalized):
βριαρός
Headword (normalized/stripped):
βριαρος
IDX:
6589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6593
Key:
briaro/s
Data
{'content': 'βριαρός\n From same Root as βριθύς, βρίθω, βαρύς.\n strong, stout, Il.', 'key': 'briaro/s'}