Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βραχεῖν
βραχιονιστήρ
βραχίων
βραχύβιος
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογία
βραχυλόγος
βραχύνω
βραχύπορος
βραχύς
βραχυσύμβολος
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχύφυλλος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
View word page
βραχύνω
βραχύνω fut. υνῶ, to shorten, to use as a short syllable, Plut.

ShortDef

to shorten, to use as a short syllable

Debugging

Headword:
βραχύνω
Headword (normalized):
βραχύνω
Headword (normalized/stripped):
βραχυνω
IDX:
6572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6576
Key:
braxu/nw

Data

{'content': 'βραχύνω\n fut. υνῶ, to shorten, to use as a short syllable, Plut.', 'key': 'braxu/nw'}