Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βραδυπλοέω
βραδύπους
βραδυσκελής
βραδύς
βραδυτής
βράκος
βράσσω
βράχεα
βραχεῖν
βραχιονιστήρ
βραχίων
βραχύβιος
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογία
βραχυλόγος
βραχύνω
βραχύπορος
βραχύς
View word page
βραχίων
βραχίων deriv. uncertain the arm, Lat. brachium, Il.; πρυμνὸς βραχίων the shoulder, Il.

ShortDef

the arm

Debugging

Headword:
βραχίων
Headword (normalized):
βραχίων
Headword (normalized/stripped):
βραχιων
IDX:
6564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6568
Key:
braxi/wn1

Data

{'content': 'βραχίων\n deriv. uncertain\n the arm, Lat. brachium, Il.; πρυμνὸς βραχίων the shoulder, Il.', 'key': 'braxi/wn1'}