Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βραδυπειθής
βραδυπλοέω
βραδύπους
βραδυσκελής
βραδύς
βραδυτής
βράκος
βράσσω
βράχεα
βραχεῖν
βραχιονιστήρ
βραχίων
βραχύβιος
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογία
βραχυλόγος
βραχύνω
βραχύπορος
View word page
βραχιονιστήρ
βραχιονιστήρ from βραχίων an armlet, Plut.
ShortDef
an armlet
Debugging
Headword:
βραχιονιστήρ
Headword (normalized):
βραχιονιστήρ
Headword (normalized/stripped):
βραχιονιστηρ
IDX:
6563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6567
Key:
braxionisth/r
Data
{'content': 'βραχιονιστήρ\n from βραχίων\n an armlet, Plut.', 'key': 'braxionisth/r'}