Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βραγχός
βράγχος
βράδος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπλοέω
βραδύπους
βραδυσκελής
βραδύς
βραδυτής
βράκος
βράσσω
βράχεα
βραχεῖν
βραχιονιστήρ
βραχίων
βραχύβιος
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
View word page
βράκος
βράκος a rich womanʼs-garment, Theocr.
ShortDef
a rich woman's-garment
Debugging
Headword:
βράκος
Headword (normalized):
βράκος
Headword (normalized/stripped):
βρακος
IDX:
6559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6563
Key:
bra/kos
Data
{'content': 'βράκος\n a rich womanʼs-garment, Theocr.', 'key': 'bra/kos'}