Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βράβυλον
βράβυλος
βραγχός
βράγχος
βράδος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπλοέω
βραδύπους
βραδυσκελής
βραδύς
βραδυτής
βράκος
βράσσω
βράχεα
βραχεῖν
βραχιονιστήρ
βραχίων
βραχύβιος
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
View word page
βραδύς
βραδύς slow, Hom., etc.:—c. inf., ἵπποι βάρδιστοι θείειν slowest at running, Il.; β. λέγειν Eur.:—adv., βραδέως χωρεῖν Thuc. of the mind, like Lat. tardus, Il.; c. inf., προνοῆσαι βραδεῖς Thuc.; τὸ βραδύ slowness, Thuc.:—adv., βραδέως βουλεύεσθαι Thuc. of Time, tardy, late, Soph., Thuc.

ShortDef

slow

Debugging

Headword:
βραδύς
Headword (normalized):
βραδύς
Headword (normalized/stripped):
βραδυς
IDX:
6557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6561
Key:
bradu/s

Data

{'content': 'βραδύς\n slow, Hom., etc.:—c. inf., ἵπποι βάρδιστοι θείειν slowest at running, Il.; β. λέγειν Eur.:—adv., βραδέως χωρεῖν Thuc.\n of the mind, like Lat. tardus, Il.; c. inf., προνοῆσαι βραδεῖς Thuc.; τὸ βραδύ slowness, Thuc.:—adv., βραδέως βουλεύεσθαι Thuc.\n of Time, tardy, late, Soph., Thuc.', 'key': 'bradu/s'}