Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βούφορτος
βουχανδής
βοώνης
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
βραβεία
βραβεῖον
βραβεύς
βραβεύω
βράβυλον
βράβυλος
βραγχός
βράγχος
βράδος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπλοέω
βραδύπους
βραδυσκελής
βραδύς
View word page
βράβυλον
βράβυλον a wild plum, Theocr.

ShortDef

a wild plum

Debugging

Headword:
βράβυλον
Headword (normalized):
βράβυλον
Headword (normalized/stripped):
βραβυλον
IDX:
6547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6551
Key:
bra/bulon

Data

{'content': 'βράβυλον\n a wild plum, Theocr.', 'key': 'bra/bulon'}