Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουφάγος
βουφονέω
βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούφορτος
βουχανδής
βοώνης
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
βραβεία
βραβεῖον
βραβεύς
βραβεύω
βράβυλον
βράβυλος
βραγχός
βράγχος
View word page
βοῶπις
βοῶπις ὤψ ox-eyed, i. e. having large, full eyes, mostly of Hera, Hom.

ShortDef

ox-eyed

Debugging

Headword:
βοῶπις
Headword (normalized):
βοῶπις
Headword (normalized/stripped):
βοωπις
IDX:
6540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6544
Key:
bow=pis

Data

{'content': 'βοῶπις\n ὤψ\n ox-eyed, i. e. having large, full eyes, mostly of Hera, Hom.', 'key': 'bow=pis'}