Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοῦς
βούσταθμον
βουστρόφος
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουφάγος
βουφονέω
βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούφορτος
βουχανδής
βοώνης
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
βραβεία
βραβεῖον
View word page
βουφορβέω
βουφορβέω to tend cattle, Eur.
ShortDef
to tend cattle
Debugging
Headword:
βουφορβέω
Headword (normalized):
βουφορβέω
Headword (normalized/stripped):
βουφορβεω
IDX:
6534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6538
Key:
bouforbe/w
Data
{'content': 'βουφορβέω\n to tend cattle, Eur.', 'key': 'bouforbe/w'}