Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βουπόρος
βούπρῳρος
βου-
βοῦς
βούσταθμον
βουστρόφος
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουφάγος
βουφονέω
βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούφορτος
βουχανδής
βοώνης
βοῶπις
βοωτέω
View word page
βουφονέω
βουφονέω to slaughter oxen, Il.
ShortDef
to slaughter oxen
Debugging
Headword:
βουφονέω
Headword (normalized):
βουφονέω
Headword (normalized/stripped):
βουφονεω
IDX:
6531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6535
Key:
boufone/w
Data
{'content': 'βουφονέω\n to slaughter oxen, Il.', 'key': 'boufone/w'}