Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόρος
βούπρῳρος
βου-
βοῦς
βούσταθμον
βουστρόφος
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουφάγος
βουφονέω
βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούφορτος
βουχανδής
View word page
βούτης
βούτης βοῦς a herdsman, Aesch., Eur., Theocr. as adj., βούτ. φόνος the slaughter of kine, Eur.

ShortDef

a herdsman

Debugging

Headword:
βούτης
Headword (normalized):
βούτης
Headword (normalized/stripped):
βουτης
IDX:
6528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6532
Key:
bou/ths

Data

{'content': 'βούτης\n βοῦς\n a herdsman, Aesch., Eur., Theocr.\n as adj., βούτ. φόνος the slaughter of kine, Eur.', 'key': 'bou/ths'}